- ζητηματικός
- ζητηματικός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση τής αλήθειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, -τος + καταλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζητηματικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)